- κρουσιφλεγής
- -ές και κρουσίφλογος, -η, -οαυτός που αναφλέγεται κατά την κρούση («κρουσιφλεγής οβίδα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουσιφλεγής < θ. κρουσ- τού κρούω (πρβλ. κρούσ-ις) + -φλεγής (< φλέγω), πρβλ. κοσμο-φλεγής, πυρι-φλεγής, ενώ ο τ. κρουσίφλογος < θ. κρουσ- τού κρούω (πρβλ. κρούσις) + -φλογός (< φλόγα), πρβλ. ολό-φλογος, πυρί-φλογος. Οι λ. είναι σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*. Ο τ. κρουσίφλογος μαρτυρείται από το 1853 στον Γρηγ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.